- μεθεκτή
- μεθεκτόςable to be shared infem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθεκτός — μεθεκτός, ή, όν (ΑM) [μετέχω] 1. (για τις πλατωνικές ιδέες) α) αυτός στον οποίο μετέχει ή μπορεί να μετέχει κανείς β) αυτός που μπορεί να μεταδοθεί εύκολα, ο ευμετάδοτος (α. «δοκεῑ πᾱσα ἰδέα εἶναι μεθεκτή» β. «ο μεθεκτὸς θεός», Δαμάσκ.) 2. αυτός… … Dictionary of Greek